παιωνικαί

παιωνικαί
παιωνικός
healing
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παιωνικός — παιωνικός, ή, όν (Α) [παιών] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιατρική τέχνη, θεραπευτικός 2. (για μετρικό πόδα) αυτός που αποτελείται από παιώνες («παιωνικαὶ ῥυθμοποιίαι», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”